- τσίρλα
- και τσέρλα, η, Νυδαρές αποπάτημα, διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιρλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσίρλα — η και τσέρλα, η νερουλό αποπάτημα, διαρροϊκά κόπρανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιρλίζω — τσίρλισα, τσιρλίστηκα, τσιρλισμένος, και τσιρλώ 1. αποπατώ τσίρλα (βλ. λ.). 2. λερώνω με τσίρλα. 3. το μέσ., τσιρλίζομαι λερώνω το παντελόνι μου με τσίρλες. 4. αισθάνομαι υπερβολικό φόβο, τρομάζω. 5. δοκιμάζω υπερβολική χαρά: Άβρακος βρακί δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τίλημα — το, ΝΑ [τιλῶ] υδαρές αποπάτημα, τσίρλα … Dictionary of Greek
τίλος — (II) ο / τῑλος, ΝΑ τίλημα, τσίρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τῖλος, συνδέεται με τ. τής Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως διαφορά στο επίθημα: αρμ. t rik «κόπρος», αγγλοσαξ. pĩnan «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. ti na «λάσπη», αρχ. σλαβ. timeno «έλος, τέλμα». Η λ … Dictionary of Greek
τίφος — ίφους και ίφεος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) ελώδης ή πολύ υγρός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει ωστόσο προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. τῖλος* «τίλημα, τσίρλα»] … Dictionary of Greek
τσέρλα — η, Ν βλ. τσίρλα … Dictionary of Greek
τσιρλαπίδι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + απίδι, λόγω τών καθαρτικών ιδιοτήτων τού φυτού αυτού] … Dictionary of Greek
τσιρλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει συχνά διάρροια 2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
τσιρλονέρι — το, Ν πηγή τής οποίας το νερό έχει καθαρτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + νερό] … Dictionary of Greek
τσίρλισμα — το, ατος 1. η αποπάτηση τσίρλας (βλ. λ.). 2. η τσίρλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)